ὑποβρύχιος

ὑποβρύχιος
ὑποβρύχιος [pron. full] [ῠχ], ον, also α, ον,
A under water,

τὴν δ' ἄνεμος . . καὶ κῦμα θαλάσσης θῆκαν ὑποβρυχίην h.Hom.33.12

; ὑποβρύχιον . . φέρων (sc. τὸν ἵππον) Hdt.1.189;

ὑ. θάνατοι Cat.Cod.Astr.2.161

: metaph.,

ἡ Ἑλλὰς ὑ. φερομένη Aristid.Or.23(42).46

.
II below the surface,

ὑποβρύχιαι συμπεριφέρονται Pl.Phdr.248a

; opp. ἐπιπολάζων, Luc.Dips.3; deep-seated,

ἐκπυήσιες Hp.Art.12

; ὑ. πυρετός a hidden fever, one that shows itself by degrees, Id.Epid.1.25 (so Littré with Gal.9.560; ἄρχεται μαλακῶς καὶ ὑποβρύχια [Adv.] codd., Kühl.);

πυρετοὶ -ιοι Aret.SD2.9

; ὀφθαλμῶν ὑ. πόνος ib.1.2;

πῦρ Id.SA2.7

.
2 deep, θάλασσα, βυσσός, Opp.H.1.49, 5.159.—Cf. βρύχιος, περιβρύχιος.
III = ὑποβρυχώμενος, of oxen, h.Merc.116.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὑποβρύχιος — under water masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποβρύχιος — α, ο / ὑποβρύχιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος και ιων. τ. ίη, Α αυτός που βρίσκεται ή που γίνεται κάτω από την επιφάνεια τού νερού, κυρίως στη θάλασσα (α. «υποβρύχιες έρευνες» β. «ὑποβρύχιον... φέρων τὸν ἵππον», Ηρόδ. γ. «τὴν δ ἄνεμος καὶ κῡμα… …   Dictionary of Greek

  • υποβρύχιος — α, ο 1. αυτός που βρίσκεται ή γίνεται κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, στο βυθό της θάλασσας: Υποβρύχιες έρευνες. 2. υποβρυχιακός (βλ. λ.): Υποβρύχιος πόλεμος. 3. το ουδ. ως ουσ., υποβρύχιο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑποβρυχίων — ὑποβρύχιος under water fem gen pl ὑποβρύχιος under water masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβρύχιον — ὑποβρύχιος under water masc acc sg ὑποβρύχιος under water neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβρυχίη — ὑποβρύχιος under water fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβρυχίην — ὑποβρύχιος under water fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβρυχίης — ὑποβρύχιος under water fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβρυχίοιο — ὑποβρύχιος under water masc/neut gen sg (epic ionic) ὑποβρυχάομαι roar pres opt mp 2nd sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβρυχίοις — ὑποβρύχιος under water masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβρυχίοισι — ὑποβρύχιος under water masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”